-
1 απορροη
ἥ1) поток, струя(αἴματος ἀπορροαί Eur.; sc. τοῦ ὕδατος Xen.)
2) истечение, выделение(τοῦ κάλλους Plat.; ἥ ὀσμέ ἀ. τίς ἐστιν Arst.; ὀφθαλμίας Plut.)
-
2 φευ
interj. (иногда cum gen.)1) (при выраж. боли, скорби) ох!, ах!, ой!, увы!, о горе!(φεῦ τάλας! Soph.; φεῦ φεῦ! Aesch.)
φεῦ τῆς βροτείας φρενός! Soph. — увы, о рассудок человеческий!;φεῦ τοῦ ἀνδρός! Xen. — ах, бедняга!2) (при выраж. изумления, восторга) о!, ах!φεῦ, ὡς εὖ λέγεις! Plat. — ах, как хорошо ты говоришь!;
ὦ φεῦ φεῦ τῆς ὥρας, τοῦ κάλλους! Arph. — о, какая прелесть, что за красота! -
3 αλισκομαι
(служит pass. к αἱρέω См. αιρεω; impf. ἡλισκόμην, fut. ἁλώσομαι, aor. ἥλων и ἑάλων, pf. ἥλωκα и ἑάλωκα, ppf. ἑαλῶκειν - ион. ἡλῶκειν; inf. aor. ἁλῶναι и ἁλῶμεναι - поздн. ἁλωθῆναι)1) попадать(ся), попадать в плен, быть захватываемым(χερσὴν ὑφ΄ ὑμετέρῃσιν ἁλοῦσα πόλις Hom.)
ἀψῖσι λίνου ἁλῶναι Hom. — попасться в силок;εἰς τοὺς πολεμίους ἁ. Plat. — попасть в плен к врагам;γράμματα πεμφθέντα ἑάλωσαν εἰς Ἀθήνας Xen. — посланное (в Лакедемон) письмо было перехвачено (и направлено) в Афины;ἥ σελήνη ὑπὸ τῆς σκιᾶς ἁλίσκεται Plut. — происходит затмение луны2) быть постигаемым, поражаемым(θανάτῳ ἁλῶναι Hom.)
μανίᾳ ἁλούς Soph. — охваченный безумием;τοῦ κάλλους τινὸς ἁλόντες Luc. — плененные чьей-л. красотой;ἔκ τινος ἁλοὺς ἀπάταις Soph. — ставший жертвой чьего-л. обмана;νοσήμασι ἁ. μανικοῖς Arst. — заболеть душевными недугами3) достигаться, быть обретаемым(χρήμασι Soph.; τέχνῃ Eur.)
4) гибнуть, погибатьἀνέρ ἁλωκώς Pind. — умерший5) быть уличаемым, пойманнымἁλῶναί τινος Plut. — быть изобличенным в чем-л.;
οὐ προδοῦσ΄ ἁλώσομαι Soph. — меня нельзя будет уличить в измене6) быть осуждаемымἁλῶναι θανάτου Plut. — быть приговоренным к смерти (ср. 2);
ψήφοις ἁπάσαις ἁ. Plut. — быть осужденным единогласно;ἁ. τινος и ἐπί τινι Plut. — быть осужденным за что-л.;ἥ ἁλοῦσα δίκη Plat. — решенное дело -
4 απανθιζω
1) срывать цветыματαίαν γλῶσσαν ἀ. Aesch. — произносить цветистые речи, празднословить
2) med. собирать с цветов мед(κατὰ τέν μέλιτταν Luc.)
3) med. перен. тщательно выискивать, подбирать(τέν ἱστορίαν Plut.; τι τοῦ κάλλους Luc.)
-
5 επωνυμια
ἥ1) название, наименование, прозвище, имяἐπωνυμίαν θέσθαι Aeschin., Arst. — дать наименование;
ἔχειν ἐπωνυμίαν ἀπό или ἐπί τινος, тж. καλεῖσθαι ἐπωνυμίην ἐπί τινος или κατὰ ἐπωνυμίαν τινὸς κεκλῆσθαι Her. — быть прозванным по чему-л.;ἐπωνυμίαν ἔχειν σμικρὸς εἶναι Plat. — называться маленьким;ἐπωνυμίην Her. — по имени;Ἡρακλῆς Ὀλύμπιος ἐπωνυμίην Her. — Геракл, по прозвищу Олимпийский2) носитель имениτοῦ κάλλους ἐ. Plat. — то, что носит имя красоты
-
6 θηλυτης
1) женские свойства, женская природа(ἥ φύσις τῆς θηλύτητος Arst.)
2) женский пол(φυτῶν Arst.)
3) женственность, изящество, мягкость(τοῦ κάλλους Plut.)
4) изнеженность, женский характер(θ. καὴ ἀκολασία Plut.)
ἥ τῶν ἐσθήτων θ. Plut. — женский покрой платья -
7 προσκλυζω
дор. ποτῐκλύζω1) ударять (омывать) волнами, плескаться(τῷ ὄρει Polyb.; πρὸς τέν ἀκρόπολιν Plut.)
Λυδία, ἔνθα θάλαττα προσκλύζει Xen. — омываемая морем Лидия2) перен. ласкать, манитьτοῖς ὄμμασι τοῦ κάλλους προσκλύζοντος Luc. — в то время, как красота ласкала взоры (Тантала)
-
8 επιδεκτικος
-
9 μεταληψις
- εως ἥ1) сопричастие, причастность(κάλλους τε καὴ δικαιοσύνης Plat.)
2) участиеλόγων μ. Plat. — участие в спорах, диалектические упражнения,
3) получение по преемству, наследование(τῆς ἀρχῆς Polyb.)
4) изменение, замена(τοῦ σχήματος Polyb.)
ἐκ μεταλήψεως Polyb. — (в связи) с заменой5) обмен(τινος ἀντί τινος Arst.)
6) принятие, вкушение (sc. βρωμάτων NT.)7) рит. металепс(ис) (фигура замены одного слова другим, напр., Ἥφαιστος вм. πῦρ)8) грам. замена буквы (напр., τοί вм. σοί)9) лог. (условное) принятие, положение, допущение(συλλογισμὸς κατὰ μετάληψιν Arst.)
См. также в других словарях:
αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… … Dictionary of Greek
θηλύτητα — η (ΑΜ θηλύτης) [θήλυς] 1. γυναικείος τρόπος, γυναικεία λεπτότητα 2. η θηλυπρέπεια νεοελλ. η ικανότητα τού θήλεος να προκαλεί το ερωτικό πάθος αρχ. 1. φύση γυναικεία 2. ο φυλετικός χαρακτήρας τού θηλυκού γένους 3. φρ. «ἡ θηλύτης τοῡ κάλλους» η… … Dictionary of Greek
ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Μύρων — I (5ος αι. π.Χ.). Γλύπτης από τις Ελευθερές της Αττικής, ένας από τους σημαντικότερους της αρχαιότητας, ο οποίος άκμασε μεταξύ 480 και 440 π.Χ. Ο Πλίνιος τον αναφέρει μαζί με τον Πολύκλειτο και τον Πυθαγόρα στους χρόνους της 90ής Ολυμπιάδας (420… … Dictionary of Greek
Ζελέ, Κλοντ Λορέν — (Claude Lorrain Gellée, Σαμάν 1600 – Ρώμη 1682). Γάλλος ζωγράφος. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους τοπιογράφους. Έζησε έως το τέλος της ζωής του στη Ρώμη, όπου είχε εγκατασταθεί από τη νεανική του ηλικία. Πρώτος δάσκαλός του ήταν ο Αγκοστίνο Τάσι … Dictionary of Greek
αυγερινός — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγαμέμνων. Καταγόταν από τον Πύργο της Ηλείας. Σπούδασε γιατρός στην Ιταλία. Όταν κηρύχτηκε η Επανάσταση, πολέμησε στο σώμα του Λόντου και μετά του Θ. Κολοκοτρώνη. Υπηρέτησε τον Αγώνα ως καπετάνιος και ως γιατρός … Dictionary of Greek
Ντε Στιλ — (De Stijl). Καλλιτεχνικό κίνημα, που ανέπτυξε το ομώνυμο ολλανδικό περιοδικό, το οποίο ίδρυσε το 1917 ο ζωγράφος και αρχιτέκτονας Τέο βαν Ντέσμπουργκ σε συνεργασία με τους ζωγράφους Πιετ Μόντριαν, Μπαρτ βαν ντερ Λεκ, Βιλμς Χούζαρ, τον γλύπτη… … Dictionary of Greek
αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… … Dictionary of Greek
Μάρτος, Ιβάν Πέτροβιτς — (Ivan Petrovich Martos, 1754 – 1835). Ουκρανός γλύπτης. Φοίτησε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πετρούπολης, με δασκάλους τους Ρολάν και Ζιλέ. Από το 1773 έως το 1779 ο Μ. ήταν υπότροφος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Πετρούπολης στη Ρώμη, όπου… … Dictionary of Greek